- ἐπιπαταγοῦντες
- ἐπιπαταγέωmake a noise withpres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιπαταγώ — ἐπιπαταγῶ, έω (Α) [παταγώ] κάνω θόρυβο με κάτι («ἐπιπαταγοῡντες κώδωνί τινι καὶ τυμπάνῳ», Μέν.) … Dictionary of Greek